- νεωριοφύλαξ
- νεωρ-ιοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ,A gloss on νεωρός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεωριοφύλαξ — νεωριοφύλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek